Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ostinazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ostinatˈtsjone]

1 πεισμάτωμα
2 πίκα
3 πεισματοσύνη
4 πεισμονή
5 χοντροκεφαλιά
6 στραβοκεφαλιά
7 δυστροπία
8 σκληροκεφαλιά
9 στενοκεφαλιά
10 γινάτι
11 επιμονή
12 πείσμα
13 αδιαλλαξία
14 ινάτι
15 κόνξα
16 ξεροκεφαλιά
17 ισχυρογνωμοσύνη
18 καπρίτσιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ostinato ostracismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostile (επίθ.)
ostilità (θηλ.ουσ)
ostinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ostinatezza (θηλ.ουσ)
ostinato (επίθ.)
ostinazione (θηλ.ουσ)
ostracismo (ουσ αρσ )
ostracizzare (ρ. μτβ.)
ostrica (θηλ.ουσ)
ostricaio (ουσ αρσ )
ostricoltore (ουσ αρσ )
ostricoltura (θηλ.ουσ)
ostro (ουσ αρσ )
ostrogoto (ουσ αρσ )
ostrogoto (επίθ.)
ostruire (ρ. μτβ.)
ostruirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ostruttivo (επίθ.)
ostruzione (θηλ.ουσ)
ostruzionismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---