ItalianoGreco


ostinazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ostinatˈtsjone]

1 πεισμάτωμα
2 πίκα
3 πεισματοσύνη
4 πεισμονή
5 χοντροκεφαλιά
6 στραβοκεφαλιά
7 δυστροπία
8 σκληροκεφαλιά
9 στενοκεφαλιά
10 γινάτι
11 επιμονή
12 πείσμα
13 αδιαλλαξία
14 ινάτι
15 κόνξα
16 ξεροκεφαλιά
17 ισχυρογνωμοσύνη
18 καπρίτσιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---