Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ostìle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [osˈtile]

εχθρικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ostico ostilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostetrico (ουσ αρσ )
ostetrico (επίθ.)
ostia (θηλ.ουσ)
ostiariato (ουσ αρσ )
ostico (επίθ.)
ostile (επίθ.)
ostilità (θηλ.ουσ)
ostinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ostinatezza (θηλ.ουσ)
ostinato (επίθ.)
ostinazione (θηλ.ουσ)
ostracismo (ουσ αρσ )
ostracizzare (ρ. μτβ.)
ostrica (θηλ.ουσ)
ostricaio (ουσ αρσ )
ostricoltore (ουσ αρσ )
ostricoltura (θηλ.ουσ)
ostro (ουσ αρσ )
ostrogoto (ουσ αρσ )
ostrogoto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---