Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόostinàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ostiˈnato] 1 πεισματάρης (-α, -ικο) 2 (testardo) ισχυρογνώμων (-ων, -ον) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |