Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ostinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ostiˈnato]

1 πεισματάρης (-α, -ικο)
2 (testardo) ισχυρογνώμων (-ων, -ον)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ostinatezza ostinazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostico (επίθ.)
ostile (επίθ.)
ostilità (θηλ.ουσ)
ostinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ostinatezza (θηλ.ουσ)
ostinato (επίθ.)
ostinazione (θηλ.ουσ)
ostracismo (ουσ αρσ )
ostracizzare (ρ. μτβ.)
ostrica (θηλ.ουσ)
ostricaio (ουσ αρσ )
ostricoltore (ουσ αρσ )
ostricoltura (θηλ.ουσ)
ostro (ουσ αρσ )
ostrogoto (ουσ αρσ )
ostrogoto (επίθ.)
ostruire (ρ. μτβ.)
ostruirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ostruttivo (επίθ.)
ostruzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---