Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ostiariàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ostjaˈrjato]

σκεύος όστιας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ostia ostico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ostetrica (θηλ.ουσ)
ostetricia (θηλ.ουσ)
ostetrico (ουσ αρσ )
ostetrico (επίθ.)
ostia (θηλ.ουσ)
ostiariato (ουσ αρσ )
ostico (επίθ.)
ostile (επίθ.)
ostilità (θηλ.ουσ)
ostinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ostinatezza (θηλ.ουσ)
ostinato (επίθ.)
ostinazione (θηλ.ουσ)
ostracismo (ουσ αρσ )
ostracizzare (ρ. μτβ.)
ostrica (θηλ.ουσ)
ostricaio (ουσ αρσ )
ostricoltore (ουσ αρσ )
ostricoltura (θηλ.ουσ)
ostro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---