Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

òbolo (ουσ αρσ ) occhiellàia (θηλ.ουσ)
obsolescènte (επίθ.) occhiellatrìce (θηλ.ουσ)
obsolescènza (θηλ.ουσ) occhiellatùra (θηλ.ουσ)
obsolèto (επίθ.) occhièllo (ουσ αρσ )
òca (θηλ.ουσ) occhiétto (ουσ αρσ )
ocàggine (θηλ.ουσ) occhìno (ουσ αρσ )
ocarìna (θηλ.ουσ) òcchio (ουσ αρσ )
occasionàle (επίθ.) occhióne (ουσ αρσ )
occasionalménte (επίρ.) occhiùto (επίθ.)
occasionàre (ρ. μτβ.) occidentàle (επίθ.)
occasióne (θηλ.ουσ) occidentàle (επίθ.)
occàso (αρσ. επίθ και ουσ) occidentalìsmo (ουσ αρσ )
occhiàccio (ουσ αρσ ) occidentalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
occhiàia (θηλ.ουσ) occidentalizzàre (ρ. μτβ.)
occhialàio (ουσ αρσ ) occidentalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
occhialétto (ουσ αρσ ) occidentalizzazióne (θηλ.ουσ)
occhiàli (ουσ αρσ πληθ.) occidènte (ουσ αρσ )
occhialìno (ουσ αρσ ) occìduo (επίθ.)
occhialùto (επίθ.) occipitàle (αρσ. επίθ και ουσ)
occhiàta (θηλ.ουσ) occìpite (ουσ αρσ )
occhiàto (επίθ.) occlùdere (ρ. μτβ.)
occhiazzùrro (επίθ.) occlusióne (θηλ.ουσ)
occhicerùleo (επίθ.) occlusìva (θηλ.ουσ)
occhieggiàre (ρ.αμτβ.) occlusìvo (επίθ.)
occhieggiàre (ρ. μτβ.) occlùso (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: