Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

novellìstica (θηλ.ουσ) nozionìstico (επίθ.)
novèllo (αρσ. επίθ και ουσ) nòzze (θηλ.ουσ)
novèmbre (ουσ αρσ ) nuànce (θηλ.ουσ)
novembrìno (επίθ.) nùbe (θηλ.ουσ)
novemìla ( απόλ. αριθμ. επίθ.) nubifràgio (ουσ αρσ )
novèna (θηλ.ουσ) nubilàto (ουσ αρσ )
novenàrio (επίθ.) nùbile (επίθ.)
novendiàle (αρσ. επίθ και ουσ) nùca (θηλ.ουσ)
novennàle (επίθ.) nucàle (αρσ. επίθ και ουσ)
novènne (ουσ αρσ ) nucleàre (επίθ.)
novènne (θηλ.ουσ) nucleàto (επίθ.)
novènne (επίθ.) nuclèico (επίθ.)
novènnio (ουσ αρσ ) nucleìna (θηλ.ουσ)
noveràre (ρ. μτβ.) nùcleo (ουσ αρσ )
nòvero (ουσ αρσ ) nuclèolo (ουσ αρσ )
novilùnio (ουσ αρσ ) nucleóne (ουσ αρσ )
novìssimo (αρσ. επίθ και ουσ) nucleònica (θηλ.ουσ)
novità (θηλ.ουσ) nucleoplàsma (ουσ αρσ )
novìzia (θηλ.ουσ) nucleoproteìna (θηλ.ουσ)
noviziàto (ουσ αρσ ) nuclìde (ουσ αρσ )
novìzio (αρσ. επίθ και ουσ) nudìsmo (ουσ αρσ )
novocaìna (θηλ.ουσ) nudìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
nozionàle (επίθ.) nudìsta (επίθ.)
nozióne (θηλ.ουσ) nudistico (επίθ.)
nozionìsmo (ουσ αρσ ) nudità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: