Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nepotìstico (επίθ.) nervosìsmo (ουσ αρσ )
neppùre (επίρ.) nervosità (θηλ.ουσ)
nequìzia (θηλ.ουσ) nervóso (ουσ αρσ )
neràstro (αρσ. επίθ και ουσ) nervóso (επίθ.)
nerazzùrro (επίθ.) nèspola (θηλ.ουσ)
nerbàre (ρ. μτβ.) nespole (επιφ.)
nerbàta (θηλ.ουσ) nèspolo (ουσ αρσ )
nèrbo (ουσ αρσ ) nèsso (ουσ αρσ )
nerborùto (επίθ.) nessùno (επίθ.)
nereggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) nessùno (αντων.)
nerèide (θηλ.ουσ) nèsto (ουσ αρσ )
nerétto (αρσ. επίθ και ουσ) nèstore (ουσ αρσ )
nerézza (θηλ.ουσ) nestorianésimo (ουσ αρσ )
nerìccio (αρσ. επίθ και ουσ) nestoriàno (αρσ. επίθ και ουσ)
néro (ουσ αρσ ) nettaménte (επίρ.)
néro (επίθ.) nettapénne (ουσ αρσ )
nerofùmo (αρσ. επίθ και ουσ) nèttare (ουσ αρσ )
nerógnolo, nerògnolo (αρσ. επίθ και ουσ) nettàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
nèroli, nerolì (ουσ αρσ ) nettàreo (επίθ.)
neróne (ουσ αρσ ) nettàrio (ουσ αρσ )
neroniàno (επίθ.) nettatóia (θηλ.ουσ)
nerùme (ουσ αρσ ) nettatóio (ουσ αρσ )
nervatùra (θηλ.ουσ) nettatùra (θηλ.ουσ)
nervìno (επίθ.) nettézza (θηλ.ουσ)
nèrvo (ουσ αρσ ) nétto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: