Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nèrvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɛrvo]

το νεύρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nervino nervosismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dare sui nervi a qualcuno = δίνω στα νεύρα κάποιου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nerone (ουσ αρσ )
neroniano (επίθ.)
nerume (ουσ αρσ )
nervatura (θηλ.ουσ)
nervino (επίθ.)
nervo (ουσ αρσ )
nervosismo (ουσ αρσ )
nervosità (θηλ.ουσ)
nervoso (ουσ αρσ )
nervoso (επίθ.)
nespola (θηλ.ουσ)
nespole (επιφ.)
nespolo (ουσ αρσ )
nesso (ουσ αρσ )
nessuno (επίθ.)
nessuno (αντων.)
nesto (ουσ αρσ )
nestore (ουσ αρσ )
nestorianesimo (ουσ αρσ )
nestoriano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---