Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nervóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [nerˈvoso], [nerˈvozo]

1 οξυθυμία
2 αψάδα

nervóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [nerˈvoso], [nerˈvozo]

νευρικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nervosità nespola  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


esaurimento [αρσ.] nervoso = η νευρική κατάπτωση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nervatura (θηλ.ουσ)
nervino (επίθ.)
nervo (ουσ αρσ )
nervosismo (ουσ αρσ )
nervosità (θηλ.ουσ)
nervoso (ουσ αρσ )
nervoso (επίθ.)
nespola (θηλ.ουσ)
nespole (επιφ.)
nespolo (ουσ αρσ )
nesso (ουσ αρσ )
nessuno (επίθ.)
nessuno (αντων.)
nesto (ουσ αρσ )
nestore (ουσ αρσ )
nestorianesimo (ουσ αρσ )
nestoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
nettamente (επίρ.)
nettapenne (ουσ αρσ )
nettare (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---