Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nèttare  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɛttare]

Νέκταρ

nettàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [netˈtare]

1 νετάρω
2 καθαρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nettapenne nettareo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nestore (ουσ αρσ )
nestorianesimo (ουσ αρσ )
nestoriano (αρσ. επίθ και ουσ)
nettamente (επίρ.)
nettapenne (ουσ αρσ )
nettare (ουσ αρσ )
nettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
nettareo (επίθ.)
nettario (ουσ αρσ )
nettatoia (θηλ.ουσ)
nettatoio (ουσ αρσ )
nettatura (θηλ.ουσ)
nettezza (θηλ.ουσ)
netto (επίθ.)
netto (επίρ.)
nettunio (ουσ αρσ )
Nettuno (ουσ αρσ )
netturbino (ουσ αρσ )
neuma (ουσ αρσ )
neurale (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---