Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Nettùno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [netˈtuno]

ο Ποσειδώνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nettunio netturbino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nettatura (θηλ.ουσ)
nettezza (θηλ.ουσ)
netto (επίθ.)
netto (επίρ.)
nettunio (ουσ αρσ )
Nettuno (ουσ αρσ )
netturbino (ουσ αρσ )
neuma (ουσ αρσ )
neurale (αρσ. επίθ και ουσ)
neurasse (ουσ αρσ )
neurastenia (θηλ.ουσ)
neurastenico (αρσ. επίθ και ουσ)
neurectomia (θηλ.ουσ)
neurina (θηλ.ουσ)
neurite (θηλ.ουσ)
neuro (θηλ.ουσ)
neuroattivo (επίθ.)
neurobiologia (θηλ.ουσ)
neurobiologico (επίθ.)
neurobiologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---