Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnétto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈnetto] καθαρός (-ή, -ό) nétto επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈnɛtto], [ˈnetto] 1 νέτα σκέτα 2 ανοιχτά 3 καθαρά 4 ξεκάθαρα 5 καθαρά και ξάστερα 6 ντόμπρα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpeso [αρσ.] netto = το καθαρό βάρος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |