Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nettézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [netˈtettsa]

1 πάστρα
2 παστρικάδα
3 καθαρότητα
4 ακρίβεια
5 καθαριότητα
6 τακτικότητα
7 ακρίβεια προσέγγισης
8 νοικοκυροσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nettatura netto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nettareo (επίθ.)
nettario (ουσ αρσ )
nettatoia (θηλ.ουσ)
nettatoio (ουσ αρσ )
nettatura (θηλ.ουσ)
nettezza (θηλ.ουσ)
netto (επίθ.)
netto (επίρ.)
nettunio (ουσ αρσ )
Nettuno (ουσ αρσ )
netturbino (ουσ αρσ )
neuma (ουσ αρσ )
neurale (αρσ. επίθ και ουσ)
neurasse (ουσ αρσ )
neurastenia (θηλ.ουσ)
neurastenico (αρσ. επίθ και ουσ)
neurectomia (θηλ.ουσ)
neurina (θηλ.ουσ)
neurite (θηλ.ουσ)
neuro (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---