Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnervosità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [nervosiˈta] 1 αδημονία 2 οξύτητα 3 δυναμισμός 4 νευρικότητα 5 ανησυχία 6 έλλειψη ψυχραιμίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |