Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nequìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [neˈkwittsja]

1 ανομία
2 αμαρτία
3 αδικία
4 ανοσιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neppure nerastro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nepitella (θηλ.ουσ)
nepotismo (ουσ αρσ )
nepotista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nepotistico (επίθ.)
neppure (επίρ.)
nequizia (θηλ.ουσ)
nerastro (αρσ. επίθ και ουσ)
nerazzurro (επίθ.)
nerbare (ρ. μτβ.)
nerbata (θηλ.ουσ)
nerbo (ουσ αρσ )
nerboruto (επίθ.)
nereggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
nereide (θηλ.ουσ)
neretto (αρσ. επίθ και ουσ)
nerezza (θηλ.ουσ)
nericcio (αρσ. επίθ και ουσ)
nero (ουσ αρσ )
nero (επίθ.)
nerofumo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---