Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnerofùmo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [,neroˈfumo] 1 φούμο 2 αιθάλη 3 καπνιά 4 ασβόλη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |