Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnéro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈnero] το μαύρο néro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈnero] μαύρος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfotografia [θηλ.] in bianco e nero = ασπρόμαυρη φωτογραφία || in bianco e nero = ασπρόμαυρος [-η, -ο] || lavoro [αρσ.] nero = η παράνομη εργασία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |