Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nereggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [neredˈʤare]

1 μοιάζω με μαύρο
2 μαυρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nerboruto nereide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nerazzurro (επίθ.)
nerbare (ρ. μτβ.)
nerbata (θηλ.ουσ)
nerbo (ουσ αρσ )
nerboruto (επίθ.)
nereggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
nereide (θηλ.ουσ)
neretto (αρσ. επίθ και ουσ)
nerezza (θηλ.ουσ)
nericcio (αρσ. επίθ και ουσ)
nero (ουσ αρσ )
nero (επίθ.)
nerofumo (αρσ. επίθ και ουσ)
nerognolo (αρσ. επίθ και ουσ)
neroli, nerolì (ουσ αρσ )
nerone (ουσ αρσ )
neroniano (επίθ.)
nerume (ουσ αρσ )
nervatura (θηλ.ουσ)
nervino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---