Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nèrbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɛrbo]

1 πυρήνας
2 δυνατό τμήμα σαν ραχοκοκαλιά
3 σφρίγος
4 ισχύς
5 δύναμη
6 νεύρο
7 μαστίγιο
8 φραγγέλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nerbata nerboruto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nequizia (θηλ.ουσ)
nerastro (αρσ. επίθ και ουσ)
nerazzurro (επίθ.)
nerbare (ρ. μτβ.)
nerbata (θηλ.ουσ)
nerbo (ουσ αρσ )
nerboruto (επίθ.)
nereggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
nereide (θηλ.ουσ)
neretto (αρσ. επίθ και ουσ)
nerezza (θηλ.ουσ)
nericcio (αρσ. επίθ και ουσ)
nero (ουσ αρσ )
nero (επίθ.)
nerofumo (αρσ. επίθ και ουσ)
nerognolo (αρσ. επίθ και ουσ)
neroli, nerolì (ουσ αρσ )
nerone (ουσ αρσ )
neroniano (επίθ.)
nerume (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---