Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

motteggiàre (ρ.αμτβ.) mózzo (ουσ αρσ )
motteggiàre (ρ. μτβ.) mòzzo (επίθ.)
motteggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) mùcca (θηλ.ουσ)
mottéggio (ουσ αρσ ) mùcchio (ουσ αρσ )
mottettìsta (ουσ αρσ και θηλ.) mùcido (επίθ.)
mottétto (ουσ αρσ ) mucillàgine (θηλ.ουσ)
mòtto (ουσ αρσ ) mucillaginóso (επίθ.)
motuléso (ουσ αρσ ) mucìna (θηλ.ουσ)
motuléso (επίθ.) mucìparo (επίθ.)
motupròprio (ουσ αρσ ) mùco (ουσ αρσ )
mouse (ουσ αρσ ) mucósa (θηλ.ουσ)
mousse (θηλ.ουσ) mucosità (θηλ.ουσ)
movènte (ουσ αρσ ) mucóso (επίθ.)
movènza (θηλ.ουσ) mucronàto (επίθ.)
movimentàre (ρ. μτβ.) mucróne (ουσ αρσ )
movimentàto (επίθ.) mùda (θηλ.ουσ)
moviménto (ουσ αρσ ) mudàre (ρ.αμτβ.)
moviòla (θηλ.ουσ) muezzin (ουσ αρσ )
Mozambìco (κύρ.όν. αρσ.) mùffa (θηλ.ουσ)
mozióne (θηλ.ουσ) muffìre (ρ.αμτβ.)
mozzafiàto (επίθ.) mùffola (θηλ.ουσ)
mozzàre (ρ. μτβ.) muffolìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
mozzarèlla (θηλ.ουσ) muffosità (θηλ.ουσ)
mozzatùra (θηλ.ουσ) muffóso (επίθ.)
mozzicóne (ουσ αρσ ) muflóne (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: