Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


motuléso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [motuˈlezo]

άτομο με ειδικές ανάγκες

motuléso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [motuˈlezo]

1 ανάπηρος
2 σακάτικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  motto motuproprio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

motteggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
motteggio (ουσ αρσ )
mottettista (ουσ αρσ και θηλ.)
mottetto (ουσ αρσ )
motto (ουσ αρσ )
motuleso (ουσ αρσ )
motuleso (επίθ.)
motuproprio (ουσ αρσ )
mouse (ουσ αρσ )
mousse (θηλ.ουσ)
movente (ουσ αρσ )
movenza (θηλ.ουσ)
movimentare (ρ. μτβ.)
movimentato (επίθ.)
movimento (ουσ αρσ )
moviola (θηλ.ουσ)
Mozambico (κύρ.όν. αρσ.)
mozione (θηλ.ουσ)
mozzafiato (επίθ.)
mozzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---