Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmottétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [motˈtetto] 1 πολυφωνικό θρησκευτικό άσμα 2 μοτέτο 3 τροπάριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |