Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


movènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈvɛnte]

το κίνητρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mousse movenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

motuleso (ουσ αρσ )
motuleso (επίθ.)
motuproprio (ουσ αρσ )
mouse (ουσ αρσ )
mousse (θηλ.ουσ)
movente (ουσ αρσ )
movenza (θηλ.ουσ)
movimentare (ρ. μτβ.)
movimentato (επίθ.)
movimento (ουσ αρσ )
moviola (θηλ.ουσ)
Mozambico (κύρ.όν. αρσ.)
mozione (θηλ.ουσ)
mozzafiato (επίθ.)
mozzare (ρ. μτβ.)
mozzarella (θηλ.ουσ)
mozzatura (θηλ.ουσ)
mozzicone (ουσ αρσ )
mozzo (ουσ αρσ )
mozzo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---