Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔtto]

1 ρητό
2 γνωμικό
3 σύνθημα
4 σλόγκαν
5 μότο
6 καλαμπούρι
7 ευθυμολόγημα
8 αστείο
9 έξυπνη παρατήρηση
10 ψιλό γαζί
11 παροιμία
12 πνευματώδης λόγος
13 ευφυολόγημα
14 σαρκασμός
15 σκώμμα
16 απόφθεγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mottetto motuleso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

motteggiare (ρ. μτβ.)
motteggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
motteggio (ουσ αρσ )
mottettista (ουσ αρσ και θηλ.)
mottetto (ουσ αρσ )
motto (ουσ αρσ )
motuleso (ουσ αρσ )
motuleso (επίθ.)
motuproprio (ουσ αρσ )
mouse (ουσ αρσ )
mousse (θηλ.ουσ)
movente (ουσ αρσ )
movenza (θηλ.ουσ)
movimentare (ρ. μτβ.)
movimentato (επίθ.)
movimento (ουσ αρσ )
moviola (θηλ.ουσ)
Mozambico (κύρ.όν. αρσ.)
mozione (θηλ.ουσ)
mozzafiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---