Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


motteggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [mottedˈʤare]

1 αστεΐζομαι
2 αστειεύομαι

motteggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mottedˈʤare]

1 περιγελώ
2 ευθυμολογώ
3 περιπαίζω
4 χλευάζω
5 εμπαίζω
6 χωρατεύω
7 αστειολογώ
8 καλαμπουρίζω
9 πειράζω καλοπροαίρετα
10 κοροὶδεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  motteggiamento motteggiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

motovelodromo (ουσ αρσ )
motovettura (θηλ.ουσ)
motozattera (θηλ.ουσ)
motrice (θηλ.ουσ)
motteggiamento (ουσ αρσ )
motteggiare (ρ.αμτβ.)
motteggiare (ρ. μτβ.)
motteggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
motteggio (ουσ αρσ )
mottettista (ουσ αρσ και θηλ.)
mottetto (ουσ αρσ )
motto (ουσ αρσ )
motuleso (ουσ αρσ )
motuleso (επίθ.)
motuproprio (ουσ αρσ )
mouse (ουσ αρσ )
mousse (θηλ.ουσ)
movente (ουσ αρσ )
movenza (θηλ.ουσ)
movimentare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---