Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mottéggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [motˈtedʤo]

1 χωρατό
2 πλάκα
3 πείραγμα
4 λογοπαίγνιο
5 καλαμπούρι
6 αστείο
7 αστεὶσμός
8 ευθυμολόγημα
9 αστειολόγημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  motteggiatore mottettista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

motrice (θηλ.ουσ)
motteggiamento (ουσ αρσ )
motteggiare (ρ.αμτβ.)
motteggiare (ρ. μτβ.)
motteggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
motteggio (ουσ αρσ )
mottettista (ουσ αρσ και θηλ.)
mottetto (ουσ αρσ )
motto (ουσ αρσ )
motuleso (ουσ αρσ )
motuleso (επίθ.)
motuproprio (ουσ αρσ )
mouse (ουσ αρσ )
mousse (θηλ.ουσ)
movente (ουσ αρσ )
movenza (θηλ.ουσ)
movimentare (ρ. μτβ.)
movimentato (επίθ.)
movimento (ουσ αρσ )
moviola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---