Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmotovelòdromo, motovelodròmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,mɔtoveˈlɔdromo], [,mɔtoveloˈdrɔmo] 1 πίστα αγώνων ταχύτητας 2 αυτοκινητοδρόμιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |