Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mudàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [muˈdare]

1 ρίχνω περιοδικά τρίχωμα ή φτερά
2 ρίχνω περιοδικά κέρατα ή καβούκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  muda muezzin  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mucosità (θηλ.ουσ)
mucoso (επίθ.)
mucronato (επίθ.)
mucrone (ουσ αρσ )
muda (θηλ.ουσ)
mudare (ρ.αμτβ.)
muezzin (ουσ αρσ )
muffa (θηλ.ουσ)
muffire (ρ.αμτβ.)
muffola (θηλ.ουσ)
muffolista (ουσ αρσ και θηλ.)
muffosità (θηλ.ουσ)
muffoso (επίθ.)
muflone (ουσ αρσ )
muftì (ουσ αρσ )
mugghiare (ρ.αμτβ.)
mugghio (ουσ αρσ )
muggine (ουσ αρσ )
muggire (ρ.αμτβ.)
muggito (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---