Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mugghiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [mugˈgjare]

1 φωνάζω
2 μπουμπουνίζω
3 βροντώ
4 μουγκανίζω
5 βρυχιέμαι
6 μουγκρίζω
7 βρυχώμαι
8 μηκώμαι
9 μυκώμαι
10 βρυχώμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  muftì mugghio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

muffolista (ουσ αρσ και θηλ.)
muffosità (θηλ.ουσ)
muffoso (επίθ.)
muflone (ουσ αρσ )
muftì (ουσ αρσ )
mugghiare (ρ.αμτβ.)
mugghio (ουσ αρσ )
muggine (ουσ αρσ )
muggire (ρ.αμτβ.)
muggito (αρσ. επίθ και ουσ)
mughetto (ουσ αρσ )
mugic (ουσ αρσ )
mugik (ουσ αρσ )
mugnaia (θηλ.ουσ)
mugnaio (ουσ αρσ )
mugo (ουσ αρσ )
mugolamento (ουσ αρσ )
mugolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mugolio (ουσ αρσ )
mugugnare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---