ItalianoGreco


muggìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [mudˈʤito]

1 μουγκανητό
2 ουρλιαχτό
3 βρυχηθμός
4 μούγκρισμα
5 μουγκρητό
6 μυκηθμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---