Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mulàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [muˈladʤine]

1 ισχυρογνωμοσύνη
2 μικρόνοια
3 ξεροκεφαλιά
4 χοντροκεφαλιά
5 στενοκεφαλιά
6 πείσμα
7 σκληροκεφαλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mula mulatta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mugolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mugolio (ουσ αρσ )
mugugnare (ρ.αμτβ.)
mugugno (ουσ αρσ )
mula (θηλ.ουσ)
mulaggine (θηλ.ουσ)
mulatta (θηλ.ουσ)
mulattiera (θηλ.ουσ)
mulattiere (ουσ αρσ )
mulatto (αρσ. επίθ και ουσ)
mulesco (επίθ.)
muleta (θηλ.ουσ)
muliebre (επίθ.)
mulinare (ρ.αμτβ.)
mulinare (ρ. μτβ.)
mulinarsi (ρ.μ. (αντων.))
mulinello (ουσ αρσ )
mulino (ουσ αρσ )
mullah (ουσ αρσ )
mulo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---