Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mulinèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [muliˈnɛllo]

1 ρούφουλας
2 δίνη
3 στροφοδίνη
4 ρουφήχτρα
5 ανεμοστρόβιλος
6 περιδίνηση
7 σβούρα
8 σίφουνας
9 υδατοστρόβιλος
10 στρόβιλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mulinarsi mulino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

muleta (θηλ.ουσ)
muliebre (επίθ.)
mulinare (ρ.αμτβ.)
mulinare (ρ. μτβ.)
mulinarsi (ρ.μ. (αντων.))
mulinello (ουσ αρσ )
mulino (ουσ αρσ )
mullah (ουσ αρσ )
mulo (ουσ αρσ )
multa (θηλ.ουσ)
multare (ρ. μτβ.)
multicellulare (επίθ.)
multicolore (επίθ.)
multietnico (επίθ.)
multifido (επίθ.)
multifloro (επίθ.)
multiforme (επίθ.)
multigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
multilaterale (επίθ.)
multilingue (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---