ItalianoGreco


mulinèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [muliˈnɛllo]

1 ρούφουλας
2 δίνη
3 στροφοδίνη
4 ρουφήχτρα
5 ανεμοστρόβιλος
6 περιδίνηση
7 σβούρα
8 σίφουνας
9 υδατοστρόβιλος
10 στρόβιλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---