Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mulìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [muˈlino]

ο μύλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mulinello mullah  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

muliebre (επίθ.)
mulinare (ρ.αμτβ.)
mulinare (ρ. μτβ.)
mulinarsi (ρ.μ. (αντων.))
mulinello (ουσ αρσ )
mulino (ουσ αρσ )
mullah (ουσ αρσ )
mulo (ουσ αρσ )
multa (θηλ.ουσ)
multare (ρ. μτβ.)
multicellulare (επίθ.)
multicolore (επίθ.)
multietnico (επίθ.)
multifido (επίθ.)
multifloro (επίθ.)
multiforme (επίθ.)
multigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
multilaterale (επίθ.)
multilingue (επίθ.)
multiloquenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---