Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


multiloquènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,multiloˈkwɛntsa]

1 πολυλογία
2 ευγλωττία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  multilingue multiloquio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

multifloro (επίθ.)
multiforme (επίθ.)
multigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
multilaterale (επίθ.)
multilingue (επίθ.)
multiloquenza (θηλ.ουσ)
multiloquio (ουσ αρσ )
multimilionario (ουσ αρσ )
multimilionario (επίθ.)
multinazionale (θηλ.ουσ)
multinazionale (επίθ.)
multipara (θηλ.ουσ)
multipletto (ουσ αρσ )
multiplex (ουσ αρσ )
multiplo (ουσ αρσ )
multiplo (επίθ.)
multipolare (επίθ.)
multiprogrammazione (θηλ.ουσ)
multirazziale (επίθ.)
multistrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---