ItalianoGreco


mùltiplo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmultiplo]

Πολλαπλάσιο

mùltiplo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmultiplo]

1 πολλαπλάσιος
2 πολλαπλός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---