Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


multiplex  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmultipleks]

σήμα ή μήνυμα πολυπλεγμένο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  multipletto multiplo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

multimilionario (επίθ.)
multinazionale (θηλ.ουσ)
multinazionale (επίθ.)
multipara (θηλ.ουσ)
multipletto (ουσ αρσ )
multiplex (ουσ αρσ )
multiplo (ουσ αρσ )
multiplo (επίθ.)
multipolare (επίθ.)
multiprogrammazione (θηλ.ουσ)
multirazziale (επίθ.)
multistrato (επίθ.)
multiterminale (επίθ.)
multivibratore (αρσ. επίθ και ουσ)
mummia (θηλ.ουσ)
mummificare (ρ. μτβ.)
mummificarsi (ρ.μ. (αντων.))
mummificazione (θηλ.ουσ)
mungere (ρ. μτβ.)
mungitoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---