ItalianoGreco


mummificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mummifiˈkare]

1 μομιοποιώ
2 βαλσαμώνω
3 ταριχεύω

mummificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [mummifiˈkarsi]

1 μομιοποιούμαι
2 απολιθωματοποιούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---