Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mungitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [munʤiˈtore]

αυτός που αρμέγει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mungitoio mungitrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mummificare (ρ. μτβ.)
mummificarsi (ρ.μ. (αντων.))
mummificazione (θηλ.ουσ)
mungere (ρ. μτβ.)
mungitoio (ουσ αρσ )
mungitore (αρσ. επίθ και ουσ)
mungitrice (θηλ.ουσ)
mungitura (θηλ.ουσ)
mungo (ουσ αρσ )
municipale (αρσ. επίθ και ουσ)
municipalità (θηλ.ουσ)
municipalizzare (ρ. μτβ.)
municipalizzazione (θηλ.ουσ)
municipio (ουσ αρσ )
munificamente (επίρ.)
munificente (επίθ.)
munificenza (θηλ.ουσ)
munifico (επίθ.)
munire (ρ. μτβ.)
munirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---