Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmummificazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mummifikatˈtsjone] 1 μομιοποίηση 2 ταρίχευση 3 βαλσάμωμα 4 μουμιοποιήση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |