Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


multìfido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mulˈtifido]

1 πολυσχιδής
2 πολύλοβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  multietnico multifloro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

multa (θηλ.ουσ)
multare (ρ. μτβ.)
multicellulare (επίθ.)
multicolore (επίθ.)
multietnico (επίθ.)
multifido (επίθ.)
multifloro (επίθ.)
multiforme (επίθ.)
multigrado (αρσ. επίθ και ουσ)
multilaterale (επίθ.)
multilingue (επίθ.)
multiloquenza (θηλ.ουσ)
multiloquio (ουσ αρσ )
multimilionario (ουσ αρσ )
multimilionario (επίθ.)
multinazionale (θηλ.ουσ)
multinazionale (επίθ.)
multipara (θηλ.ουσ)
multipletto (ουσ αρσ )
multiplex (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---