Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmùlta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmulta] το πρόστιμο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαprendere una multa = τρώω πρόστιμο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |