Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmulìebre, mulièbre
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [muˈliebre], [muˈljɛbre] 1 θηλυκός 2 γυναικείος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |