Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mugolàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [mugoˈlare]

1 γογγύζω
2 οιμώζω
3 βαριαναστενάζω
4 βογκίζω
5 παραπονιέμαι
6 γκρινιάζω
7 στενάζω
8 μουρμουρίζω
9 κλαυθμυρίζω
10 κλαψουρίζω
11 ουρλιάζω
12 ωρύομαι
13 βογκώ
14 θρηνώ
15 σιγοκλαίω
16 κλαίγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mugolamento mugolio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mugik (ουσ αρσ )
mugnaia (θηλ.ουσ)
mugnaio (ουσ αρσ )
mugo (ουσ αρσ )
mugolamento (ουσ αρσ )
mugolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mugolio (ουσ αρσ )
mugugnare (ρ.αμτβ.)
mugugno (ουσ αρσ )
mula (θηλ.ουσ)
mulaggine (θηλ.ουσ)
mulatta (θηλ.ουσ)
mulattiera (θηλ.ουσ)
mulattiere (ουσ αρσ )
mulatto (αρσ. επίθ και ουσ)
mulesco (επίθ.)
muleta (θηλ.ουσ)
muliebre (επίθ.)
mulinare (ρ.αμτβ.)
mulinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---