Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmuffóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [mufˈfoso], [mufˈfozo] 1 μουχλιασμένος 2 μπαγιάτικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |