Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmucillàgine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [muʧilˈlaʤine] 1 μύξα 2 κολλώδης ουσία 3 γλοιός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |