Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mucillàgine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [muʧilˈlaʤine]

1 μύξα
2 κολλώδης ουσία
3 γλοιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mucido mucillaginoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mozzo (ουσ αρσ )
mozzo (επίθ.)
mucca (θηλ.ουσ)
mucchio (ουσ αρσ )
mucido (επίθ.)
mucillagine (θηλ.ουσ)
mucillaginoso (επίθ.)
mucina (θηλ.ουσ)
muciparo (επίθ.)
muco (ουσ αρσ )
mucosa (θηλ.ουσ)
mucosità (θηλ.ουσ)
mucoso (επίθ.)
mucronato (επίθ.)
mucrone (ουσ αρσ )
muda (θηλ.ουσ)
mudare (ρ.αμτβ.)
muezzin (ουσ αρσ )
muffa (θηλ.ουσ)
muffire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---