Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mitòtico (επίθ.) mnemònica (θηλ.ουσ)
mìtra (ουσ αρσ ) mnemonicaménte (επίρ.)
mìtra (θηλ.ουσ) mnemònico (επίθ.)
mitràglia (θηλ.ουσ) mnemonìsmo (ουσ αρσ )
mitragliaménto (ουσ αρσ ) mnemotècnica (θηλ.ουσ)
mitragliàre (ρ. μτβ.) mò' (ουσ αρσ )
mitragliàta (θηλ.ουσ) mòbile (ουσ αρσ )
mitragliatóre (αρσ. επίθ και ουσ) mòbile (θηλ.ουσ)
mitragliatrìce (θηλ.ουσ) mòbile (επίθ.)
mitraglièra (θηλ.ουσ) mobìlia (θηλ.ουσ)
mitraglière (ουσ αρσ ) mobiliàre (επίθ.)
mitràle (θηλ. επίθ και ουσ) mobiliàre (ρ. μτβ.)
mitràlico (αρσ. επίθ και ουσ) mobilière (ουσ αρσ )
mìtria (θηλ.ουσ) mobilifìcio (ουσ αρσ )
mitridàtico (αρσ. επίθ και ουσ) mobìlio (ουσ αρσ )
mitridatìsmo (ουσ αρσ ) mobilità (θηλ.ουσ)
mitridatizzàre (ρ. μτβ.) mobilitàre (ρ. μτβ.)
mitridatizzazióne (θηλ.ουσ) mobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
mitteleuropèo (επίθ.) mobilitazióne (θηλ.ουσ)
mittènte (ουσ αρσ και θηλ.) mòca (ουσ αρσ και θηλ.)
mixedèma (ουσ αρσ ) mocassìno (ουσ αρσ )
mixer (ουσ αρσ ) moccicàre (ρ.αμτβ.)
mixòma (ουσ αρσ ) moccichìno (ουσ αρσ )
mixomatòsi (θηλ.ουσ) moccicóso (επίθ.)
mixomicèti (ουσ αρσ πληθ.) móccio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: