Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mixomatòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miksomaˈtɔzi]

Μυξωμάτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mixoma mixomiceti  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mitteleuropeo (επίθ.)
mittente (ουσ αρσ και θηλ.)
mixedema (ουσ αρσ )
mixer (ουσ αρσ )
mixoma (ουσ αρσ )
mixomatosi (θηλ.ουσ)
mixomiceti (ουσ αρσ πληθ.)
mnemonica (θηλ.ουσ)
mnemonicamente (επίρ.)
mnemonico (επίθ.)
mnemonismo (ουσ αρσ )
mnemotecnica (θηλ.ουσ)
mo' (ουσ αρσ )
mobile (ουσ αρσ )
mobile (θηλ.ουσ)
mobile (επίθ.)
mobilia (θηλ.ουσ)
mobiliare (επίθ.)
mobiliare (ρ. μτβ.)
mobiliere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---