Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmìtra
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmitra] το πολυβόλο, η μίτρα mìtra ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmitra] μίτρα επισκόπου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |