Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mìtria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmitria]

μίτρα επισκόπου (χρησιμοποίησε καλύτερα το mitra)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mitralico mitridatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mitragliatrice (θηλ.ουσ)
mitragliera (θηλ.ουσ)
mitragliere (ουσ αρσ )
mitrale (θηλ. επίθ και ουσ)
mitralico (αρσ. επίθ και ουσ)
mitria (θηλ.ουσ)
mitridatico (αρσ. επίθ και ουσ)
mitridatismo (ουσ αρσ )
mitridatizzare (ρ. μτβ.)
mitridatizzazione (θηλ.ουσ)
mitteleuropeo (επίθ.)
mittente (ουσ αρσ και θηλ.)
mixedema (ουσ αρσ )
mixer (ουσ αρσ )
mixoma (ουσ αρσ )
mixomatosi (θηλ.ουσ)
mixomiceti (ουσ αρσ πληθ.)
mnemonica (θηλ.ουσ)
mnemonicamente (επίρ.)
mnemonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---