Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmitridatìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mitridaˈtizmo] 1 μιθριδατισμός 2 σταδιακή εξοικείωση με δηλητήριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |